διόριζε

διόριζε
διορίζω
draw a boundary through
pres imperat act 2nd sg
διορίζω
draw a boundary through
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βοεβόδας — Στρατιωτικός διοικητής επαρχίας, στην ανατολική Ευρώπη και την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο όρος προέρχεται από τη σύνθεση δύο σλαβικών λέξεων, του βόι (= στρατός) και του βόδιτι (= οδηγώ). Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, τον τίτλο του β., που… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • κονσιστόριο — (consistorium). Όρος που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και χαρακτήριζε τον τόπο σύγκλησης του αυτοκρατορικού συμβουλίου. Μετά τον 3ο αι. το κ. χαρακτήριζε το ίδιο το συμβούλιο το οποίο εξελίχθηκε σε ανώτατο δικαστικό… …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ταγός — Ο κοινός άρχοντας των αρχαίων θεσσαλικών πόλεων, που τον διόριζαν στις κρίσιμες περιστάσεις και του έδιναν εξαιρετική δικαιοδοσία, πολιτική και στρατιωτική, ανάλογη με του δικτάτορα. Από το 450 π.Χ., τ. ονομάζονταν και οι πολιτικοί άρχοντες, δύο… …   Dictionary of Greek

  • Ατίλιος νόμος — (Atilia lex). Νόμος του ρωμαϊκού δικαίου που καθιερώθηκε τον 2o αι. π.Χ. και ρύθμιζε όσα αναφέρονταν στην κηδεμονία των ορφανών και των γυναικών. Σε περίπτωση αμέλειας του νόμιμου ή εκείνου που οριζόταν από διαθήκη κηδεμόνας, ο πραίτορας διόριζε …   Dictionary of Greek

  • Βρετάνη — (Bretagne). Διοικητική περιφέρεια (27.209 τ. χλμ., 2.906.197 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, που αντιστοιχεί περίπου με την ομώνυμη χερσόνησο και βρέχεται από τα νερά της Μάγχης (κόλπος Σεν Μαλό) στα Β και του Ατλαντικού στα Δ και Ν.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δηλιακή Συμμαχία — Πολιτικοθρησκευτική ένωση των Ιώνων, που υπαγόταν σε αρχαιότατη αμφικτιονία και είχε κέντρο τη Δήλο. Λίγο μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ο Πεισίστρατος επιχείρησε να την εξαρτήσει από την Αθήνα, κάτι που κατόρθωσε ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”